πίθοιο

πίθοιο
πείθω
persuade
aor opt mid 2nd sg
πίθος
large wine-jar
masc gen sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πίθοι' — πίθοιο , πείθω persuade aor opt mid 2nd sg πίθοιο , πίθος large wine jar masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επεμβάλλω — ἐπεμβάλλω (AM) [εμβάλλω] μσν. (νομ.) φρ. ἐπεμβάλλω ἑμαυτόν παρεμβάλλομαι, μεσολαβώ για ξένο χρέος αρχ. 1. τοποθετώ, βάζω επί πλέον («πρόσθεν γὰρ ἐπέμβαλε πῶμα πίθοιο», Ησίοδ.) 2. συσσωρεύω λέξεις 3. καταρρίπτω, γκρεμίζω προς τα μέσα («δόμους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”